- στρωματίτης
- στρωματί̱της , στρωματίτηςat which the guests found their ownmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στρωματίτης — ὁ, Α (ενν. ἔρανος) συμπόσιο που γινόταν στην εξοχή ύστερα από έρανο και κατά το οποίο ο καθένας από τους συνδαιτυμόνες έπρεπε να φέρει το στρώμα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρῶμα, ώματος + κατάλ. ίτης (πρβλ. τεμαχ ίτης)] … Dictionary of Greek
στρωματίτην — στρωματί̱την , στρωματίτης at which the guests found their own masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)